Dulce Pontes

Τραγούδι
Η Dulce Pontes γεννήθηκε το 1969 στο Montijo της Πορτογαλίας,μια μικρή πόλη κοντά στη Λισσαβόνα. Σε ηλικία 7 ετών άρχισε μαθήματα πιάνου. Στην ηλικία των 18 ετών πήρε μέρος σ’ ένα διαγωνισμό τραγουδιού και το 1991 απέσπασε το Α' Βραβείο στο Εθνικό Φεστιβάλ Τραγουδιού της Πορτογαλίας με το τραγούδι Lusitana Paixão (Πορτογαλέζικο Πάθος), με το οποίο την ίδια χρονιά εκπροσώπησε τη χώρα της στο Διαγωνισμό Τραγουδιού της Eurovision κερδίζοντας το «Βραβείο Καλύτερης Ερμηνείας». Ήταν η πρώτη φορά που ολόκληρη η Ευρώπη και ο κόσμος άκουγε την υπέροχη φωνή της Dulce Pontes.
Αυτό ήταν και το σημείο εκκίνησης για τη μεγάλη τραγουδίστρια. Άρχισε να ψάχνει για τις ρίζες της πορτογαλικής μουσικής -συμπεριλαμβανομένων και των παραδοσιακών fado- παρά το γεγονός ότι αυτά αντιμετωπίζονταν από πολλούς ως «εκτός μόδας». Κατάφερε να ξαναζωντανέψει ό,τι θεωρείτο μέχρι τότε ξεπερασμένο, επαναφέροντας στην επιφάνεια ξεχασμένους ρυθμούς, μελωδίες αλλά και μουσικά όργανα.Οι πλέον οικουμενικοί ήχοι της πορτογαλικής παράδοσης βρήκαν την ερμηνεία που τους ταιριάζει, από τη φωνή μιας μεγάλης καλλιτέχνιδας που ξέρει καλά τι θέλει και δικαιωματικά βρίσκεται ψηλά στη διεθνή μουσική σκηνή.
Όπως απέδειξε με τα χρόνια και τις δισκογραφικές δουλειές της, η Ponte κάνει κάτι πολύ περισσότερο από το να επαναλαμβάνει πράγματα που έχουν ήδη ειπωθεί. Η φωνή της δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένο στυλ ούτε χωρά σε κάποια σύνορα-πλαίσια. Τόσο η χροιά όσο και ο τρόπος που ερμηνεύει συνιστούν από μόνα τους ένα μουσικό στυλ. Έτσι, ακόμα κι όταν τραγουδάει ροκ, ποπ, fado ή κάποιο τραγούδι άλλης χώρας, η ερμηνεία της είναι μοναδική και αλάνθαστη. Θεωρείται μία από τις πιο γνωστές και αξιόλογες μουσικές προσωπικότητες της Πορτογαλίας ενώ χαρακτηρίζεται και ως «καλλιτέχνιδα παγκόσμιου βεληνεκούς».
Το τραγούδι της Canção do Mar (Το Τραγούδι της Θάλασσας), μία από τις μεγαλύτερες διεθνείς επιτυχίες της που συμπεριλήφθηκε στο soundtrack της ταινίας του Χόλυγουντ PrimalFear με πρωταγωνιστή το Richard Gere, ηχογραφήθηκε αργότερα από τη Sarah Brightman με τον τίτλο Haremκαι γνώρισε παγκόσμια επιτυχία. Το 1992 κυκλοφόρησε το άλμπουμ της Lusitana και από τον επόμενο χρόνο, με τη δεύτερη δισκογραφική δουλειά της, Lágrimas, έγινε «πολίτης του κόσμου». Ακολούθησε το άλμπουμ A Brisa do Coração το 1995, το διπλό live άλμπουμ Caminhos το 1996 και -μετά τις συνεργασίες της με τον Andrea Bocelli, το Βραζιλιάνο Caetano Veloso και την επίσης Βραζιλιάνα Simone- κυκλοφόρησε το O Primeiro Canto. Σ’ αυτό το άλμπουμ του οποίου παραγωγός ήταν ο António Pinheiro da Silva, συμμετείχαν θαυμάσιοι μουσικοί όπως ο Ινδός κρουστός Trilok Gurtu, ο σαξοφωνίστας Wayne Shorter, οι φωνές των Maria Joãoκαι Waldemar Bastos και η «trikitixa» (είδος ακορντεόν) του Kepa Junkera.
Πολύ σημαντικές είναι και οι συνεργασίες της με το μεγάλο Έλληνα τραγουδιστή Γιώργο Νταλάρα, το σπουδαίο Έλληνα συνθέτη Στέφανο Κορκολή και την εξαιρετική Ελληνίδα ερμηνεύτρια Ελευθερία Αρβανιτάκη, την Cesária Évora, τη Marisa Monte και άλλα «ιερά τέρατα» της παγκόσμιας μουσικής σκηνής.
Η Dulce Pontes έχει αναδειχθεί σε μία σταρ του παγκόσμιου μουσικού στερεώματος και οι καλλιτεχνικές της αναζητήσεις δεν γνωρίζουν σύνορα. Τραγουδά επίσης στα ισπανικά, ιταλικά, αγγλικά, αραβικά και ελληνικά, ενώ έχει περιοδεύσει επανειλημμένα σε Ευρώπη, Η.Π.Α., Ιαπωνία και Βραζιλία, εμφανιζόμενη στις μεγαλύτερες αίθουσες και θέατρα παγκοσμίως.
Το 2003 κυκλοφόρησε το άλμπουμ της Focus στο οποίο τραγουδά συνθέσεις του μεγάλου Ennio Morricone. Ο διεθνούς αναγνώρισης Ιταλός συνθέτης σαγηνεύτηκε τόσο από το τεράστιο ταλέντο της Πορτογαλίδας ερμηνεύτριας, ώστε να λάβει μέρος και ο ίδιος στην ηχογράφηση. Με αφορμή και εις ανάμνηση αυτής της μεγάλης και εμπνευσμένης συνεργασίας με τον Ennio Morricone, θα πραγματοποιηθεί η συναυλία της με τίτλο Αφιέρωμα στον Ennio Morriconeστο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης στις 21 Οκτωβρίου 2011 και στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης) στις 22 Οκτωβρίου 2011.
Η Dulce Pontes έχει αφιερώσει το τελευταίο, εξαιρετικά επιτυχημένο άλμπουμ της με τίτλο O Coração Tem Três Portas (Η Καρδιά Έχει Τρεις Πόρτες), στη μεγάλη Amália Rodrigues.
 
​​