ΟΠΕΡΑ ΣΤΟ ΜΕΓΑΡΟ

GAETANO DONIZETTI: LUCIA DI LAMMERMOOR

ΟΜΜΘ
Gaetano Donizetti (1797-1848)
"Lucia di Lammermoor"
Όπερα σε τρεις πράξεις με ελληνικούς υπέρτιτλους.
Λιμπρέτο του Salvatore Cammarano
βασισμένο στο έργο του Sir Walter Scott: "The Bride of Lammermoor"
πρώτη παράσταση: Teatro San Carlo, Νάπολη, 26 Σεπτεμβρίου 1835

Αν και υπήρξε η τέταρτη κατά σειρά απόπειρα μελοδραματικής μεταφοράς της νουβέλας του Σερ Ουώλτερ Σκοτ Η μνηστή του Λάμμερμουρ, η Λουτσία Ντι Λάμμερμουρ του Γκαετάνο Ντονιτσέτι υπήρξε όχι μόνον η επιτυχέστερη, αλλά και ένα έργο σταθμός για την ιταλική όπερα του πρώτου ημίσεως του 19ου αιώνα εν γένει. Η επώνυμη ηρωίδα αναδείχθηκε στο αρχέτυπο του θυματικού χαρακτήρα του ώριμου μπελκάντο. Δεν αποτελεί σύμπτωση εξάλλου ότι ο μεγάλος γάλλος συγγραφέας Γκυστάβ Φλωμπέρ αξιοποίησε τη γαλλική πρεμιέρα της όπερας ως αναφορά της δικής του αρχετυπικής ηρωίδας, της Μαντάμ Μποβαρύ. Η σκηνή της τρέλας, όχημα κενής δεξιοτεχνικής επίδειξης των "σοπράνι κολορατούρε" για έναν αιώνα και πλέον, αναδείχθηκε από τη Μαρία Κάλλας, στην ιστορική ηχογράφησή της του 1953, σε μουσικοδραματική κορύφωση -επιστημονικά ανεπίγνωστης ακόμη- ψυχαναλυτικής έντασης και μετέβαλε καθοριστικά τη συνολική προσέγγιση του μπελκάντο, δίνοντας ζωή ξανά στο εξαίσιο αυτό ρεπερτόριο. Κυριάκος Λουκάκος

Μουσική Διεύθυνση:
Francesco Maria Colombo

Διανομή
Lord Enrico Ashton: Roberto Servile
Lucia: Elena Mosuc, σοπράνο
Sir Edgardo di Ravenswood: Gioacchino Li Vigni, τενόρος
Lord Arturo Bucklaw: Γιάννης Οικονόμου
Raimondo Bidebent: Δημήτρης Καβράκος
Alisa: Μαρία Βλαχοπούλου
Normanno: Δημήτρης Ναλμπάντης

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Renata Scotto Σκηνοθέτης
Gianfranco Ventura Σκηνοθέτης
Kathrin Kegler Σκηνικά
William Orlandi Κοστούμια
Χαρά Θεοτοκάτου Χορογραφία
Νίκος Ζαφρανάς Μουσική Προετοιμασία
Roberto Servile Βαρύτονος
Elena Mosuc Σοπράνο
Gioacchino Lauro Li Vigni Τενόρος
Γιάννης Οικονόμου Τενόρος
Δημήτρης Καβράκος Μπάσος
Μαρία Βλαχοπούλου Μέτζο Σοπράνο
Δημήτρης Ναλμπάντης Τενόρος
Χορωδία Θεσσαλονίκης Χορωδία
Μαίρη Κωνσταντινίδου Διεύθυνση Χορωδίας
Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης Συμφωνική Ορχήστρα
Francesco Maria Colombo Διεύθυνση Ορχήστρας

Υλοποίηση σκηνοθεσίας: Gianfranco Ventura
Φωτισμοί: Roberto Manca
Βοηθός Σκηνοθέτη: Αγγελική Σαρόγλου
Μουσική προετοιμασία: Νίκος Ζαφρανάς
Χορός γυναικών και ιπποτών, συγγενείς του Άστον, κάτοικοι του Λάμμερμουρ:
Νίκος Αγραφιώτης, Κώστας Καφαντάρης, Ειρήνη Κρέζα, Βασίλης Πουτραχάνης,
Δανάη Παππά, Αλεξάνδρα Ρωσοπούλου, Ειρήνη Τσιτσίνια, Γιώργος Τσομπανίδης
Ακόλουθοι, οπλίτες, υπηρέτες του Άστον:
Γιάννης Αδαμίδης, Κωνσταντίνος Καλαμάρας, Λεόντιος Καρύδας, Θάνος Νίκας,
Δημήτρης Παπαδόπουλος
Υπεύθυνη Φροντιστηρίου: Χριστίνα Γιαγκούλη
Υπεύθυνη Βεστιάριου - Αμπιγιέζ: Δάφνη Τσακώτα
Αμπιγιέζ: Αθανασία Ηλιάδου, Μαρία Καρανικόλα, Δήμητρα Μηχαηλούστα, Λωίδα Πετεινού
Υπεύθυνη κομμώσεων – Μακιγιάζ: Μαντώ Καμάρα
Βοηθοί Μακιγιάζ: Αγγελική Ζευγώλη, Μαρία Κομνηνακίδου
Βοηθοί Κομμώσεων: Μαρία Καμαριωτίδου, Μαρία Οικονόμου
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ
Υπεύθυνος Καλλιτεχνικού Προγραμματισμού –
Οργάνωση Παραγωγής: Ηλίας Τζεμπετονίδης
Υπεύθυνος Παραγωγής: Παναγιώτης Κουντούρης
Βοηθός Παραγωγής: Μαρία Ροδοκαλάκη
Stage Manager: Κάλλια Κεραμέως, Μαρίνα Ζάβαλη
Υπεύθυνος Ήχου: Τριαντάφυλλος Ζαχαριάδης
Υπεύθυνος Φωτισμού: Τρύφων Κεχαγιάς
Αυτοματισμοί Σκηνής: Απόστολος Αποστολίδης
Μηχανικός Σκηνής: Γιώργος Πατουλίδης
Οδηγοί Σκηνής: Δημήτρης Γρηγοριάδης, Νεοκλής Παπαδόπουλος
Βοηθός Ήχου: Γιώργος Μπουρνούτος
Βοηθός Φωτισμού: Άγγελος Τενεκετζής
Τεχνικοί Σκηνής: Ία Τσκομελίτζε, Αρμάνδος Αλεξιάδης
Μάρεκ Προκοπίου, Ντάβιντ Προκοπίου
Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 11.30 π.μ.: πρωινό γνωριμίας με την όπερα
Τιμές εισιτηρίων:
75€, 60€, 45€, 30€, 12€ (μαθητικά-φοιτητικά)

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Μια "Λουτσία" με υπογραφή

Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ

Την Παρασκευή 1 Οκτωβρίου παρακολουθήσαμε στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης την πρεμιέρα της νέας παραγωγής της όπερας "Λουτσία ντι Λαμερμούρ" (1835) του Ντονιτζέτι.
Μετά τη θαυμάσια "Μαντάμ Μπατερφλάι", η διάσημη υψίφωνος Ρενάτα Σκότο προσκλήθηκε για δεύτερη φορά στη συμπρωτεύουσα να σκηνοθετήσει την εναρκτήρια λυρική παραγωγή τής καλλιτεχνικής περιόδου 2004-2005. Οι πρωταγωνιστές της μονής διανομής ήσαν ξένοι. Σκηνικά, κοστούμια και φωτισμοί υπέγραψαν επίσης ξένοι συνεργάτες. Συμμετείχαν, ακόμη, η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης και η Χορωδία Θεσσαλονίκης υπό τον Ιταλό αρχιμουσικό Φραντσέσκο Μαρία Κολόμπο. Σποραδικά προβλήματα και μικροενστάσεις ουδόλως εμπόδισαν να αποκομίσουμε πάρα πολύ καλές εντυπώσεις, σφαιρικά σαφώς καλύτερες αυτών από τη "Λουτσία" του αθηναϊκού Μεγάρου προ ετών.
Κύριο, αποφασιστικά θετικό χαρακτηριστικό της παραγωγής υπήρξε η σκηνοθεσία της υψιφώνου Ρενάτα Σκότο. Διαθέτοντας την πείρα και γνώση εκείνου που έχει ερμηνεύσει το έργο επανειλημμένα, η Ιταλίδα μονωδός πρόσφερε μια σκηνοθεσία συμβατικά αντισυμβατική. Αναδιατύπωσε τα αυτονόητα με κοινή λογική και περισσή καλαισθησία και καθοδήγησε τους τραγουδιστές σε μια εύγλωττα στιλιζαρισμένη κινησιολογία, αβίαστα συντονισμένη προς τη δραματική ρητορεία της μουσικής. Ως υπομνηματισμός στη δραματική οπτική του Ρομαντισμού, η δράση μεταφέρθηκε δύο αιώνες αργότερα, από τον αυθεντικό 17ο στον "σύγχρονο" 19ο αιώνα: ενδυμασίες της εποχής σύνθεσης της όπερας (Γουίλιαμ Ορλάντι) αντικατέστησαν τις παραδοσιακές σκοτσέζικες φορεσιές, ενώ η αυτοκτονία του Εντγκάρντο έγινε -θορυβωδώς!- με πυροβόλο όπλο αντί με στιλέτο. Μετακινούμενη μόλις κατά ένα βήμα από τον στείρο ψευδορεαλισμό, η μερική αφαιρετικότητα της σκηνικής εικόνας ελάφρυνε τη δράση από νεκρά βάρη. Δεσπόζον στοιχείο του μονοτοπικού σκηνικού της Κάθριν Κέγκλερ υπήρξε ένας πελώριος σπασμένος καθρέφτης, σύμβολο διάρρηξης-διατάραξης της ψυχικής ισορροπίας της ηρωίδας, ενώ ένας κάναβος από υπερμεγέθη ξίφη, μπηγμένα εν παρατάξει στο έδαφος, υποδήλωναν την ασφυκτική δέσμευση των κινήσεων από κανόνες και συμφέροντα της αριστοκρατίας. Καθοριστικοί οι φωτισμοί του Ρομπέρτο Μάνκα, υπογράμμιζαν με οικονομία τη δραματική θερμοκρασία των δρωμένων.
Σε μουσικό επίπεδο τα πράγματα υπήρξαν, επίσης, πολύ καλά. Η όπερα δόθηκε με ελάχιστες, αλλά κρίσιμες περικοπές στους αντρικούς κυρίως ρόλους. Τους τρεις πρωταγωνιστικούς ρόλους ερμήνευσαν ξένοι μονωδοί. Η υψίφωνος Ελενα Μουσούκ υπήρξε μια μουσικότατη, σκηνικά πειστική Λουτσία. Με φωνή που διέθετε πλούσια κέντρα, φωτεινή και αιχμηρή υψηλή περιοχή, με άριστη τεχνική και πλήρη έλεγχο του τραγουδιού, κυριολεκτικά "κέντησε" στα δεξιοτεχνικά μέρη της παρτιτούρας, ενώ υπηρέτησε τα λυρικά με καλαισθησία και συγκίνηση. Στην ακμή των δυνάμεών του, ο βαρύτονος Ρομπέρτο Σερβίλε ενσάρκωσε τον "σκληρό" Ενρίκο με ταιριαστά αυστηρό, ρωμαλέο τραγούδι και αντίστοιχα στυλιζαρισμένη δραματική ερμηνεία. Αν και (όπως μας πληροφόρησαν ιδιαιτέρως) ασθένησε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, ο τενόρος Τζιοακίνο Λι Βίνι απέδωσε τον ρόλο του Εντγκάρντο άνισα, δίνοντας ωστόσο ικανά δείγματα του μεγέθους και της ποιότητας των επιδόσεών του που, διαφορετικά, θα στήριζαν μια ιδανικά ισορροπημένη διανομή. Τέλος, τον ρόλο του ιερέα Ραϊμόντο έφερε με αυστηρότητα και ακρίβεια ο βαθύφωνος Δημήτρης Καβράκος. Γενικώς φερέγγυα, πειθαρχημένη και ακριβής υπήρξε στη συμμετοχή της η Χορωδία Θεσσαλονίκης.
Προσπερνώντας σοβαρά προβλήματα συντονισμού στο ξεκίνημα της α' πράξης, προβλήματα που αναμφίβολα οφείλονταν στο τρακ της πρεμιέρας, ο Ιταλός αρχιμουσικός οδήγησε την παράσταση ανταποκρινόμενος με ακρίβεια και ευαισθησία στις διακυμάνσεις και τον εκφραστικό πλούτο της μουσικής του Ντονιτζέτι. Στήριξε αδιάλειπτα τους τραγουδιστές, φρόντισε ιδιαίτερα τη μελωδική ρευστότητα στα λυρικά μέρη και άρθρωσε το όλο δραματικά, προβάλλοντας με τονισμένες αιχμές δυναμικής επιλεγμένες δραματικές κορυφώσεις.

ΥΓ.: Αυτήν τη στιγμή υπάρχουν στον ελληνικό χώρο τουλάχιστον δύο απολύτως ακμαίες Ελληνίδες "Λουτσίες", πολύ γνωστές στους φίλους της όπερας, οι οποίες έχουν δώσει άριστα δείγματα γραφής. Κι όμως, ουδεμία αξιοποιήθηκε, έστω και σε δεύτερη διανομή! Δεν είναι πρόκληση αυτό;

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 06/10/2004


Συνεπής "Λουτσία" από τη P. Σκότο

Νίκος Α. Δοντάς - Καθημερινή - Kυριακή, 17 Oκτωβρίου 2004

Μουσικά ισορροπημένη, σκηνικά λειτουργική και αισθητικά συνεπής υπήρξε η νέα παραγωγή της όπερας "Λουτσία ντι Λάμερμουρ" του Ντονιτσέτι, που παρουσίασε το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης την 1η Οκτωβρίου. Η εύστοχη επιλογή της Pουμάνας υψιφώνου Eλενα Μοσούκ για τον απαιτητικό κεντρικό ρόλο ήταν το στοιχείο που καθόρισε το αποτέλεσμα.
Τη σκηνοθεσία υπέγραψε μια διάσημη "Λουτσία" του παρελθόντος, η υψίφωνος Ρενάτα Σκότο. Γνωρίζοντας καλά τι πραγματεύεται το συγκεκριμένο έργο, ποια είναι η αισθητική της μουσικής και η ατμόσφαιρα της υπόθεσης, η Σκότο έστησε ένα θέαμα που είχε σαφή ροή και εξέλιξη. Το σκηνικό, με τους απειλητικά κρεμάμενους σπασμένους καθρέπτες και τα γυμνά σπαθιά, φανέρωνε άμεσα το βίαιο, εχθρικό περιβάλλον και τις θρυμματισμένες σχέσεις. Ωστόσο, η αρχική αυτή, δυνατή εντύπωση δεν αξιοποιήθηκε περαιτέρω. Ούτε η μεταφορά της υπόθεσης στον 19ο αι. φάνηκε να συμβάλλει σε κάποια βαθύτερη ανάγνωση του έργου. Υπήρξε απλώς αισθητική επιλογή. Πριμαντόνα η ίδια, η Σκότο έκρινε πως η όπερα αφορά πρωτίστως τον ρόλο του τίτλου και σκηνοθέτησε τους υπόλοιπους χαρακτήρες συμβατικά, αποκλειστικά ως δορυφόρους της πρωταγωνίστριας. Η ίδια η Λουτσία κινήθηκε ουσιαστικώς μέσα από διαδοχικές πόζες, έστω εύστοχες και καλαίσθητες: κάπως, σαν στιγμιότυπα προς φωτογράφηση.

Hθη πριμαντόνας

Σε ό,τι αφορά τη μουσική, κατ’ αρχήν το έργο δόθηκε με περικοπές συνηθισμένες τη δεκαετία του ’50, αλλά σήμερα μάλλον αδικαιολόγητες: απουσίαζαν τα ντουέτα ανάμεσα στον Ραϊμόντο και τη Λουτσία καθώς επίσης ανάμεσα στον Ενρίκο και τον Εντγκάρντο. Με εξαίρεση την εμφανή έλλειψη συντονισμού στην πρώτη σκηνή της όπερας, ο αρχιμουσικός Φραντσέσκο Μαρία Κολόμπο υποστήριξε καλά την παράσταση με την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης, παρακολουθώντας την πλαστικότητα του τραγουδιού των ερμηνευτών. Ο τενόρος Τζοακίνο Λι Βίνι (Εντγκάρντο) δηλώθηκε –κατ’ ιδίαν– ασθενής. Ο βαρύτονος Ρομπέρτο Σερβίλε (Ενρίκο) τραγούδησε με μουσικότητα, παρά τα αισθητά προβλήματα ορθοτονίας στην ψηλή περιοχή και ο βαθύφωνος Δημήτρης Καβράκος (Ραϊμόντο) υπήρξε ο γνώριμος αξιόπιστος εαυτός του. Ξεχώρισε ο νεαρός τενόρος Γιάννης Οικονόμου (Αρτούρο) για το ωραίο ηχόχρωμα και το προσεγμένο τραγούδι του. Η Eλενα Μοσούκ διέθετε τη φωνή, την απαραίτητη δεξιοτεχνία, γνώριζε το ύφος και είχε τη σκηνική εμπειρία για τον κεντρικό ρόλο, που απέδωσε εντυπωσιακά απ’ αρχής μέχρι τέλους. Ατυχώς, είχε την έμπνευση στο δραματικώς πιο κρίσιμο σημείο, στην περίφημη "σκηνή της τρέλας", όχι μόνον να ευχαριστήσει το κοινό για τις ζωηρές επευφημίες του, αλλά να ευχαριστήσει επιπλέον και τον φλαουτίστα της ορχήστρας, που τη συνόδευσε! Ποιος είπε ότι τα ήθη πριμαντόνας ανήκουν στο παρελθόν;

Mία Λουτσία στα χνάρια της Pενάτα Σκότο

ΓΙΩΡΓΟΣ Δ. Κ. ΣΑΡΗΓΙΑΝΝΗΣ

Λουτσία στη "Λουτσία ντι Λαμερμούρ" του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης η Έλενα Μόζουκ έδωσε μια εύθραυστη, με πλαστικότατη κίνηση Λουτσία που έφτασε στο απόγειό της στη σκηνή της Τρέλας όχι μόνο χωρίς να "χάσει" ούτε νότα αλλά και με μια σπουδαία φωνή - ποιότητα φωνητικού μετάλλου και υψηλότατη τεχνική - που δείχνει να την κατατάσσει στην πρώτη σειρά των ερμηνευτριών του ρόλου σήμερα.
Με τη Μεγάλη Ρενάτα Σκότο που υπέγραφε τη σκηνοθεσία της παράστασης, με την οποία το Μέγαρο άνοιξε τη φετινή σεζόν του στη Θεσσαλονίκη, να φαίνεται ότι την έχει διδάξει με μεγάλη προσοχή.
Αλλά και όλο το παραστασιακό αποτέλεσμα, αν και σε συμβατικά πλαίσια, με την εποχή της βασισμένης στη νουβέλα του σερ Ουόλτερ Σκοτ όπερας, μετατοποθετημένη από τον 17ο στον 19ο αιώνα, είχε ενδιαφέρον που κορυφώθηκε στην τρίτη πράξη, χάρη και στην εξαιρετική κίνηση του χορού που υπέγραφε η Χαρά Θεοτοκάτου. H πράξη αυτή "δικαίωσε" και το σκηνικό της Κάθριν Κέγκλερ με τους γιγάντιους σπασμένους καθρέφτες.
Ο βαρύτονος Ρομπέρτο Σέρβιλε - Ενρίκο, ο τενόρος Σαβέριο Φιόρε - Εντγκάρντο, αν και είχε εκτάκτως μετακληθεί για αντικατάσταση, ο δικός μας διεθνής μπάσος Δημήτρης Καβράκος - Ραϊμόντο σε εξαιρετική φόρμα και οι άλλοι καλλιτέχνες πλαισίωσαν τη σοπράνο επάξια.
Με την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης υπό τη διεύθυνση του νεαρού αλλά ικανότατου ως φαίνεται Φραντσέσκο Κολόμπο και κυρίως τη Χορωδία Θεσσαλονίκης που είχε διδάξει η Μαίρη Κωνσταντινίδου να αίρονται στο ύψος των περιστάσεων.
Μια βραδιά που άξιζε τον κόπο να "ανεβώ" στη Θεσσαλονίκη. Το χειροκρότημα του κοινού, εξάλλου, που είχε γεμίσει την αίθουσα - παρών και ο νέος διευθυντής του ΚΘΒΕ Νικήτας Τσακίρογλου με τη Χρυσούλα Διαβάτη, η πιανίστα Νόρα Λουκίδου και άλλοι -, ειδικά για την Έλενα Μόζουκ που την αποθέωσε, ήταν ενδεικτικό.
Στα "συν" της παράστασης το πρόγραμμά της με κείμενα και επιμέλεια εικονογράφησης του Κυριάκου Λουκάκου σχεδιασμένο από το "Colibri". Εξαιρετικό!  


ΤΑ ΝΕΑ , 15-10-2004
Λουτσία…η αξιοπρεπής

Σημαντική η νέα οπερατική παραγωγή του Μεγάρου Μουσικής.

Κριτική ΑΝΤΩΝΗΣ Ι. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ

Μία από τις πλέον προσφιλείς οπερατικές θεματικές, για τους λάτρεις της λυρικής μουσικής, υπήρξε η φθινοπωρινή επιλογή του προγράμματος του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης. Η Lucia di Lammermoor, μπορεί να υποστηριχθεί με βεβαιότητα, πως υπήρξε το εισιτήριο του Donizzetti για την επιτυχία προσφέροντάς του την αθανασία που μπορεί να δώσει ένα έργο με διαχρονική πνευματική αξία στον δημιουργό του.
Η υπόθεση
Κεντρικό άξονα της όπερας αποτελούν τα συμπλέγματα των ηθών, οι ανθρώπινες σχέσεις και οι κοινωνικές καταστάσεις, στη Σκοτία του 17ου αιώνα. Σημείο αναφοράς για τη δημιουργία και τη διαπλοκή τους ο έρωτας της ηρωίδας αλλά και ένα γαμήλιο συμβόλαιο. Το επερχόμενο τέλος είναι τραγικό και απρόσμενο. Η Λουτσία, απομακρυσμένη από τον κόσμο της ανθρώπινης λογικής, σκοτώνει τον σύζυγο που της επιβλήθηκε από τον αδερφό της και αναχωρεί για τον άλλο κόσμο, ενώ ο αγαπημένος της Εντγκάρντο, αυτοκτονεί.
Η τραγικότητα της υπόθεσης ισορροπεί δραματικά όσο και επιδέξια πάνω στο λιμπρέττο του Καμμαράνο και επενδύεται δεξιοτεχνικά με ένα ένστικτο υψηλής αισθητικής υφής, που χαρακτηρίζει τη μουσική του Ντονιζέττι, παρουσιάζοντας ένα τελικό αποτέλεσμα σίγουρα θαυμαστό και αναμφισβήτητα αξιοπρόσεκτο. Η δομή του έργου προωθεί μέσα από χαρακτηριστικές παρεμβάσεις τις συναισθηματικές μεταβολές, ενώ η οικονομία των εκφραστικών μέσων είναι πρόδηλη των προθέσεων ενός συνθέτη που εμβαθύνοντας στη γραφή, τολμά να απεικονίζει την εσωτερικότητα στην ερμηνευτική φόρτιση ξεπερνώντας όμως επιδέξια τα φωνητικά πυροτεχνήματα μιας άλλης μηχανιστικής φιλοσοφίας.
Η διανομή
Η σκηνοθεσία της παράστασης που παρακολουθήσαμε στην πρεμιέρα της 1ης Οκτωβρίου, οφειλόταν στην Ρενάτα Σκόττο. Η Ιταλίδα ντίβα, ήξερε ασφαλώς πολύ καλά την ταυτότητα του έργου που κατ’ επανάληψη και η ίδια είχε ερμηνεύσει στο παρελθόν, οδηγώντας σε ατραπούς που απηχούν την σοβαρή και μετρημένη υπόσταση μίας παράδοσης που εν πρώτοις υποδείχθηκε από την Κάλλας.
Η υψίφωνος Εlena Mosuc υπήρξε ιδανική στο ρόλο της πρωταγωνίστριας. Το ψυχικό δράμα της ηρωίδας φωτίστηκε από το μοναδικό της ηχόχρωμα. Η τεχνική και η ευαισθησία συζεύχθηκαν στην ερμηνεία της αρμονικά και με διακριτικότητα, τονίζοντας μία ευγενική οπτική που μπορεί να ισορροπεί την τραγικότητα με την δεξιοτεχνία αλλά και εντρυφεί παράλληλα με περίσσια μουσικότητα στις προθέσεις του έργου. Η κ. Mosuc μπορούμε να υποστηρίξουμε με βεβαιότητα, πως μετουσίωσε αμίμητα τους ευχερείς μονολόγους της σε μία άλλη διάσταση, επιβάλλοντας με το υποκριτικό της βίωμα στους ακροατές, μία ισόρροπη συναισθηματική φόρτιση.
Ο προδομένος εραστής Edgard, συνάντησε αρκετά προβλήματα τονικής κυρίως φύσης, στον τενόρο Gioacchino Li Vigni, που βρέθηκε προφανώς σε ατυχείς στιγμές ερμηνείας παρά τις υποφαινόμενες ζηλευτές φωνητικές αρετές του. Αξιόλογη αντίθετα υπήρξε η παρουσία του Roberto Servile ως Ενρίκο, ενώ αξιοσημείωτη ήταν η ερμηνεία του βαθύφωνου Δημήτρη Καβράκου στο ρόλο του ιερέα Νορμάν ξεδιπλώνοντας ένα ιδιαίτερο ταλέντο στις απαιτητικές βαθιές περιοχές. Η διανομή συμπληρώθηκε από τα μέλη της καλοδουλεμένης και ζωντανής χορωδίας που προσομοίωσαν με επιτυχία τους πολλαπλούς ρόλους τους.
Η αξιοπρεπής ορχηστική επένδυση οφείλεται στην παρουσία της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης υπό τη μπαγκέτα του Francesco Colombo που καθοδήγησε ουσιαστικά τις ερμηνείες των συντελεστών.
Την παρανοϊκή διάθεση, την εσωτερική πάλη και τα ερωτήματα που προκύπτουν από τον διχασμό της έλλογης πραγματικότητας προς το μεταφυσικό και ανεξήγητο, τόνιζαν οι σκηνογραφικές επιλογές που παιχνίδιζαν καθρεπτιζόμενες, μεταξύ φωτός και σκιάς.
Την καθ’ όλα όμως επιτυχή παράσταση μπορούν να ακολουθήσουν και κάποια παράπλευρα ερωτήματα. Η αδυναμία να γεμίσει η αίθουσα του Μεγάρου είναι προφανής. Ξεπερνώντας όμως την όποια ίσως δυσχέρεια της εποχής μας αποκαλύπτεται η γύμνια μιας παιδείας που φαίνεται ανήμπορη να καταστήσει τον απλό μέσο άνθρωπο, έναν ακροατή με απαιτήσεις και ελάχιστη άποψη, απελευθερωμένο από ταμπού και κλισέ. Από το λυρικό τραγούδι και τη συμφωνική μουσική, μέχρι το καθημερινό τραγούδι του ραδιοφώνου και τη μουσική της εκκλησίας.

"ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ" 11 Οκτωβρίου 2004
  • 01 Οκτωβρίου 2004 έως 03 Οκτωβρίου 2004
    Παρ|Κυρ     20:00  (ΑΙΘΟΥΣΑ ΦΙΛΩΝ ΜΟΥΣΙΚΗΣ Μ1)
  • 06 Οκτωβρίου 2004 έως 09 Οκτωβρίου 2004
    Τετ|Σαβ     20:00  (ΑΙΘΟΥΣΑ ΦΙΛΩΝ ΜΟΥΣΙΚΗΣ Μ1)