ΟΠΕΡΑ ΣΤΟ ΜΕΓΑΡΟ

GIUSEPPE VERDI: RIGOLETTO

ΟΜΜΘ
Όπερα του Giuseppe Verdi (1813-1901), σε τρείς πράξεις, με ελληνικούς υπέρτιτλους
Λιμπρέτο: Francesco Maria Piave
Βασισμένο στο μυθιστόρημα του Βίκτορος Ουγκώ "Le roi s’ amuse"
Πρώτη παράσταση: Teatro la Fenice, Βενετία, 11 Μαρτίου 1851

Η όπερα του Verdi, Rigoletto, βασισμένη στο θεατρικό δράμα του Victor Hugo "Ο βασιλιάς διασκεδάζει", είναι μια όπερα γεμάτη ειρωνεία και κατάρες. Ο γελωτοποιός Rigoletto διακωμωδεί τα συμβάντα και πληρώνει την ύβρη του όταν η μοίρα χτυπάει τη μονάκριβη κόρη του, Gilda. Η δραματικότητα των γεγονότων συγκλόνισε το συνθέτη που ζήτησε από τον λιμπρετίστα Francesco Maria Piave να μεταφέρει το έργο στο λυρικό θέατρο. Παρά τις προσπάθειες της επιτροπής λογοκρισίας να εμποδίσει το ανέβασμα του Rigoletto, η πρεμιέρα της όπερας στις 11 Μαρτίου 1851 στο θέατρο La Fenice της Βενετίας ήταν ένας θρίαμβος. Οι κριτικοί χαρακτήρισαν το έργο ως αριστούργημα και ο ίδιος ο Verdi καιρό αργότερα χαρακτήρισε το Rigoletto ως το καλύτερο έργο του.

Μουσική Διεύθυνση: Νίκος Αθηναίος

Διανομή

Rigoletto: Igor Morosov
Gilda: Βασιλική Καραγιάννη
Duca di Mantua: Fernando Portari
Sparafucile: Κωνσταντίνος Κατσάρας
Maddalena: Victoria Mayfatova
Giovanna: Μαρία Βλαχοπούλου
Conte di Monterone: Νίκος Καπέτας
Marullo: Χάρης Ανδριανός
Borsa: Δημήτρης Ναλμπάντης
Conte di Ceprano: Μανώλης Παπαδάκης
Contessa di Ceprano: Χαρούλα Γκλαβοπούλου

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Νίκος Αθηναίος Διεύθυνση Ορχήστρας
Paul-Émile Fourny Σκηνοθέτης
Joël Lauwers Υλοποίηση σκηνοθεσίας
Michael Scott Σκηνικά - Κοστούμια
Manfred Voss Φωτισμοί
Igor Morosov Βαρύτονος
Βασιλική Καραγιάννη Σοπράνο
Fernando Portari Τενόρος
Κωνσταντίνος Κατσάρας Μπάσος
Victoria Mayfatova Μέτζο Σοπράνο
Μαρία Βλαχοπούλου Μέτζο Σοπράνο
Νίκος Καπέτας Μπάσος
Χάρης Ανδριανός Βαρύτονος
Δημήτρης Ναλμπάντης Τενόρος
Μανώλης Παπαδάκης Βαρύτονος
Χαρίκλεια Γκλαβοπούλου Σοπράνο
Νίκος Ζαφρανάς Μουσική προετοιμασία
Χορωδία Θεσσαλονίκης Χορωδία
Μαίρη Κωνσταντινίδου Διεύθυνση Χορωδίας
Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης Συμφωνική Ορχήστρα
Νίκος Αθηναίος Διεύθυνση Ορχήστρας
 

Κυρίες της αυλής: Αλέκα Βαριτιμίδου, Ελένη Γουγουτσά, Λίζα Ζουρνατζίδου, Δανάη Θεοδωρίδου,
Κωνσταντίνα Καστέλλου, Δήμητρα Καστέλλου, Σύνθια Μπατσή, Δανάη Παππά, Αλεξάνδρα Ρωσσοπούλου, Μαργαρίτα Φράγκου
Φρουροί: Νίκος Αγραφιώτης, Ανδρέας Γιοβανόπουλος
Bοηθός σκηνοθέτη: Αγγελική Σαρόγλου
Βοηθός Μουσικής Διεύθυνσης: Λίζα Ξανθοπούλου
Υπέρτιτλοι-Μετάφραση λιμπρέττου: Storyteller - Έφη Καλλιφατίδου
Υπεύθυνη Βεστιαρίου-Αμπιγιέζ: Δάφνη Τσακώτα
Βοηθός Βεστιαρίου-Αμπιγιέζ: Μαρία Καρανικόλα
Αμπιγιέζ: Δέσποινα Μιχαήλουστα, Μαρία Σαρηγιάννη, Κατερίνα Τσακώτα
Υπεύθυνη Μακιγιάζ - Κομμώσεων: Μαντώ Καμάρα
Βοηθοί Μακιγιάζ: Αγγελική Ζευγώλη, Μαρία Κομνηνακίδου
Βοηθός Κομμώσεων: Μαρία Κουκουτσάκη
Υπεύθυνη Φροντιστηρίου - Props: Δέσποινα Καλογεροπούλου
Συντελεστές Παραγωγής:
Υπεύθυνος καλλιτ. προγραμματισμού - Οργάνωση παραγωγής: Ηλίας Τζεμπετονίδης
Υπεύθυνος παραγωγής: Παναγιώτης Κουντούρης
Υπεύθυνος ήχου - βίντεο: Τριαντάφυλλος Ζαχαριάδης
Υπεύθυνος φωτισμού: Τρύφων Κεχαγιάς
Stage Manager: Κάλλια Κεραμέως, Αντιγόνη Νέτα
Βοηθός παραγωγής: Μαρία Ροδοκαλάκη
Βοηθός ήχου: Γιώργος Μπουρνούτος
Βοηθός φωτισμού: Άγγελος Τενεκετζής
Οδηγοί σκηνής: Δημήτρης Γρηγοριάδης, Νεοκλής Παπαδόπουλος
Μηχανικός σκηνής: Απόστολος Αποστολίδης
Τεχνικοί σκηνής: Γιώργος Πατουλίδης, Ία Τσκομελίτζε
Τιμές εισιτηρίων:
75€, 60€, 45€, 30€, 12€ (μαθητικά – φοιτητικά),

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

"Ριγκολέτο" στη Θεσσαλονίκη

Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ

Ανταποκρινόμενη με αύξοντα ενθουσιασμό στις παράλληλες δραστηριοποιήσεις βασικών μουσικών φορέων, η συμπρωτεύουσα σπεύδει με σταθερά βήματα να καλύψει τα οπερατικά κενά της: στον πρόσφατο "Φιντέλιο", προστέθηκε τώρα και ο βερντιανός "Ριγκολέτο", που παρουσιάστηκε έξι φορές στο διάστημα 29/9 έως 9/10 στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης.
Μετά την "Τραβιάτα" (2001) και την "Κάρμεν" (2002), αυτή ήταν η τρίτη νέα παραγωγή βασικού αριστουργήματος της λυρικής εργογραφίας που ανεβαίνει στη σκηνή του ΟΜΜΘ. Οι εντυπώσεις που αποκομίσαμε από την παράσταση της 5/9 υπήρξαν θαυμάσιες. Αντίστοιχα θερμές ήσαν και οι εκδηλώσεις του κοινού!

Σεμνή παρουσία

Το ακρόαμα υπήρξε ισορροπημένο και ομοιογενές, με επίκεντρο ένα φωνητικά και σκηνικά ισοβαρές πρωταγωνστικό τρίο. Λαμπρό αστέρι της παράστασης πρόβαλε αναμφίβολα η υψίφωνος Βασιλική Καραγιάννη (Τζίλντα). Η σεμνή, δροσερή σκηνική της παρουσία σε συνδυασμό προς το τελειοθηρικά ολοκληρωμένο τραγούδι της συνέκλιναν σε μια θαυμάσια αναβίωση του ρόλου, απόλυτα πειστική δραματικά και μουσικά.
Κρυστάλλινη καθαρότητα, αψεγάδιαστη τονική ακρίβεια, καλόγουστη μελωδική φραστική, κέντρο και έκταση φωνής που άνθιζε στα ιδανικά ύψη για την παρτιτούρα, πρόσφεραν διαρκή και ανεπιφύλακτη απόλαυση. Με την πληθωρική, ελευθεριάζουσα σκηνική ακτινοβολία ενσάρκωσε τον ερωτύλο Δούκα της Μάντοβα ο Αργεντινός οξύφωνος Φερνάντο Πορτάρι, ένας τραγουδιστής με πλούσια, ομοιογενή νεανική φωνή, ιδιότυπα μαλακή και γλυκιά.
Ο εύπλαστος, σχεδόν μοτσάρτιος ήχος του ταίριαζε έξοχα προς αυτόν της Ελληνίδας υψιφώνου παρ' ότι το έλλειμμά του σε αιχμηρότητα έγινε αισθητό στα πολυμελή σύνολα. Διαθέτοντας σωστό μέγεθος και χροιά φωνής, αλλά με περιστασιακά μικροπροβλήματα τονικής διακύμανσης, ο Ουκρανός βαρύτονος Ιγκόρ Μορόζοφ ενσάρκωσε τον τραγικό καμπούρη γελωτοποιό με συμβατικό μεν, αλλά αφειδώλευτο πάθος. Οι σύντομες, αλλά ολοκληρωμένες συμμετοχές του βαθύφωνου Κ. Κατσάρα (Σπαραφουτσίλε) και της μεσοφώνου Β. Μαϊβάτοφα (Μανταλένα) συνεισέφεραν στο κρίσιμο κουαρτέτο της γ' πράξης με το σωστό μουσικό και δραματικό βάρος.
Ακριβής και καλοεστιασμένος υπήρξε ο ήχος της Χορωδίας Θεσσαλονίκης. Αν εξαιρέσουμε την πρώτη σκηνή της όπερας, όπου υπήρξαν περαστικά, αλλά φανερά προβλήματα συντονισμού ορχήστρας και φωνών, ο αρχιμουσικός και καλλιτεχνικός διευθυντής του ΟΜΜΘ Νίκος Αθηναίος διηύθυνε την παράσταση με το σωστό σφρίγος και ύφος. Η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης ανταποκρίθηκε με υψηλό επαγγελματισμό.
Το θέαμα ήταν συμβατικό. Αισθητικά ετερογενή, τα σκηνικά του Μάικλ Σκοτ κυμάνθηκαν δίχως ιδιαίτερη συνέπεια μεταξύ εύστοχου συμβολισμού εκφρασμένου με στοιχεία υπαινικτικής αφαίρεσης (γιορτή, δουκικός κοιτώνας) και κάπως άτεχνου ψευδορεαλισμού (οικία Ριγκολέτο, ταβερνείο Σπαραφουτσίλε). Συμβατικώς ιστορικά και καλόγουστα υπήρξαν τα κοστούμια. Συμβατική, αλλά σαφής και λειτουργική, η σκηνοθεσία του Πολ Εμίλ Φουρνί κορυφώθηκε έξυπνα αποδίδοντας ως μεταθανάτια τη φωνητική παρουσία της μαχαιρωμένης Τζίλντα στο τελικό ντουέτο με τον Ριγκολέτο.

ΥΓ.: Με την ευκαιρία της επίσκεψης είδαμε στον ίδιο χώρο και την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα έκθεση της συλλογής Ιταλού συλλέκτη με γνωστό και άγνωστο φωτογραφικό υλικό από τη ζωή και τη σταδιοδρομία της Κάλλας.

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 09/10/2002


Επιτυχημένος "Ριγολέτος"

Εξαιρετική η Καραγιάννη στη Θεσσαλονίκη
 
Μία θαυμάσια παραγωγή του "Ριγολέτου" του Τζουζέπε Βέρντι εγκαινίασε την καλλιτεχνική περίοδο του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης, επιβεβαιώνοντας πως στη συμπρωτεύουσα τα βήματα σχεδιάζονται προσεκτικά, με βάση τις ανάγκες της μουσικής ζωής της πόλης.
Η σκηνοθεσία του Βέλγου Πολ-Εμίλ Φουρνί συνταίριαξε την κλασική, οπερατική προσέγγιση με ορισμένα εύστοχα θεατρικά ευρήματα. Aφηνε ανεμπόδιστους τους τραγουδιστές να ασχοληθούν πρωτίστως με τη μουσική, ενώ επέλυσε με ευρηματικό τρόπο το προβληματικό τέλος της όπερας, όπου, σύμφωνα με το λιμπρέτο, η ηρωίδα εξακολουθεί να τραγουδά επί αρκετά λεπτά ενώ πεθαίνει: κατά τον Φουρνί, η σκηνή διαδραματίζεται μονάχα στο μυαλό του άτυχου πατέρα – Ριγολέτου, που κρατάει νεκρή την κόρη του, ενώ η φωνή της υψιφώνου απαντά, εξαϋλωμένη, από ψηλά. Σκηνικά και κοστούμια του Μάικλ Σκοτ επιχειρούσαν αναφορές στα αντίστοιχα της πρώτης παρουσίασης το 1851, συνδυάζοντας ρεαλισμό και αφαίρεση όχι πάντοτε με επιτυχία.
Στις 5 Οκτωβρίου, από την ισορροπημένη διανομή ξεχώρισε χωρίς δυσκολία η Τζίλντα της Βασιλικής Καραγιάννη. Με φωνή απόλυτης καθαρότητας, τονικά ακριβή, δεξιοτεχνικά ασφαλή, με τον απαραίτητο όγκο στις μεσαίες νότες, μεγάλη άνεση στην περιοχή της φωνητικής στρατόσφαιρας αλλά εξίσου φυσικά περάσματα σε χαμηλές νότες, η υψίφωνος μπόρεσε ανενόχλητη να προχωρήσει στην ψυχολογική σκιαγράφηση του ρόλου. Η Τζίλντα της, τρυφερή, γλυκιά και ειλικρινής, αναπτύχθηκε με τέχνη από την αρχική, σχεδόν παιδική αθωότητα ώς τη δραματική κατάληξη.
Το υπέροχο ηχόχρωμα της φωνής του Φερνάντο Πορτάρι ήταν γνωστό και από την παραγωγή της "Παραστρατημένης", το 2001. Ως δούκας της Μάντουας, ο Αργεντινός τενόρος επιβεβαίωσε εκ νέου την ικανότητά του να τραγουδά με ιδιαίτερη ευαισθησία τη λυρική μουσική. Αντίθετα, απουσίαζε η επιθυμητή λάμψη και ενέργεια για τις γοργές σελίδες της παρτιτούρας.
Ο Ουκρανός βαρύτονος Iγκορ Μορόζοφ διέθετε τη ρωμαλέα φωνή, το ύφος και την πληθωρική σκηνική παρουσία για τον ρόλο του τίτλου. Την γενικώς θετική συνεισφορά του σκίασαν μονάχα ορισμένα προβλήματα ακρίβειας τονικού ύψους. Στα διάσημα σύνολα της τρίτης πράξης συνέβαλε καθοριστικά τόσο η τραχιά φωνή του Κωνσταντίνου Κατσάρα (Σπαραφουτσίλε) όσο και ο πλούσιος και βαθύς ήχος της γοητευτικής Βικτόριας Μαϊφάτοβα.
Διευθύνοντας την Κρατική Ορχήστρα και τη Χορωδία Θεσσαλονίκης ο Νίκος Αθηναίος ανταποκρίθηκε συνολικά με επιτυχία στις ανάγκες των μονωδών και στις απαιτήσεις του έργου, ιδιαίτερα στα λυρικά μέρη και στα σύνολα. Μονάχα ορισμένες σβέλτες ταχύτητες σε τελικά γοργά μέρη πίεζαν σολίστες και χορωδούς, ενώ, επιπλέον, "σκόνταφταν" στον μεγάλο χρόνο αντήχησης της αίθουσας.

Ν. Δοντάς - ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 20/10/2002
  • 29 Σεπτεμβρίου 2002
    Κυρ     21:00  (ΑΙΘΟΥΣΑ ΦΙΛΩΝ ΜΟΥΣΙΚΗΣ Μ1)
  • 01 Οκτωβρίου 2002 έως 05 Οκτωβρίου 2002
    Τρι|Πεμ|Σαβ     21:00  (ΑΙΘΟΥΣΑ ΦΙΛΩΝ ΜΟΥΣΙΚΗΣ Μ1)
  • 07 Οκτωβρίου 2002 έως 09 Οκτωβρίου 2002
    Δευ|Τετ     21:00  (ΑΙΘΟΥΣΑ ΦΙΛΩΝ ΜΟΥΣΙΚΗΣ Μ1)